μάουζερ

μάουζερ
το άκλ. маузер (пистолет); ружьё системы «Маузер»

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μάουζερ" в других словарях:

  • μάουζερ — το τύπος διαφόρων γερμανικών πυροβόλων όπλων που επινοήθηκαν από τον οπλοποιό Βίλχελμ φον Μάουζερ και κατασκευάστηκαν στο εργαστάσιό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Γερμανού εφευρέτη W. von Mauser] …   Dictionary of Greek

  • Μάουζερ, Βίλχελμ — (Willhelm Mauser, Όμπερντορφ επί του Νέκαρ, Βυρτεμβέργη 1834 – 1882). Γερμανός οπλοποιός και βιομήχανος. Μαζί με τον αδελφό του Πάουλ (1838–1914) κατασκεύασε ένα επαναληπτικό τουφέκι ταχείας βολής, τον τύπο 71, που έγινε αμέσως δεκτό από τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»